#

loading...

Εχθές, δημοσιεύσαμε ένα άρθρο για τα "σκυλάδικα" της δεκαετίας του '90, και την ελευθεριότητα που επικράτησε στην διασκέδαση τότε.  
Σήμερα θα θυμηθούμε την δεκαετία του '80.
Σκόρπιες ιστοριούλες, που θα προσπαθήσουν να επαναφέρουν μνήμες και οσμές από τις τότε λαϊκές διασκεδάσεις, με σκηνικό την Θεσσαλονίκη.

Λίγο πιο παλιά, στα μέσα της δεκαετίας '80, τα πράγματα ήταν λίγο διαφορετικά...

Ο πολύς ο κόσμος δεν είχε εύκολη πρόσβαση στα μεταμεσονύχτια "πολιτιστικά κέντρα". Ο λόγος ήταν οικονομικός φυσικά.
 Αν κάποιος ξέμπαρκος ήθελε να ξενυχτήσει, άλλη επιλογή από συνοικιακό καφενείο δεν είχε. Αλλιώς, έπρεπε να 'χει δραχμούλες, για κανένα μαγαζί καλό, ή κατέληγε στον Βαρδάρη με... δική του ευθύνη. Όχι πως θα σε πείραζε κανείς ντε και καλά, αλλά τα εγκληματικά στοιχεία σύχναζαν εκεί, οπότε οι πιθανότητες ενός σαματά αυξάνονταν.
Τότε, αν τελείωναν τα τσιγάρα σου τη νύχτα "καιγόσουν". Σε ολόκληρη Θεσσαλονίκη, ένα περίπτερο διανυκτέρευε στον σταθμό και ένα στον Λευκό Πύργο.

Πρόσβαση στα μετρημένα "πολιτιστικά κέντρα" λοιπόν, είχαν οι έχοντες αλητάμπουρες, και οι αλητάμπουρες σκέτο. 
Βέβαια, όλοι οι άντρες της εποχής, που ήθελαν να δουν τι συμβαίνει γύρω τους, πέρασαν απ' όλα τα μαγαζιά, έστω και λίγες φορές. Όμως σε καμία περίπτωση, η πρόσβαση δεν ήταν απλή όπως αργότερα το ΄90, όπου το, "πάμε για ένα ποτάκι", έγινε καθημερινότητα, όπως καθημερινότητα έγινε και η συναναστροφή με τα κορίτσια του ανατολικού μπλοκ. Βλέπεις, εκείνη την εποχή -ακόμα- για να πας με Ελληνίδα, ενίοτε, έπρεπε να τάξεις γάμο σχεδόν...

Τότε δεν υπήρχαν τα κορίτσια του Ανατολικού μπλοκ και οι γυναίκες της νύχτας, ήταν επαγγελματίες με όλη την σημασία της λέξης και όχι χωριατοκόριτσα της Ουκρανίας και της Ρωσίας, που το χαν εύκολο το σπορ, και αυτά περί φτώχειας που τις έριξε στον κακό δρόμο, τ' ακούω βερεσέ... Τσεκαρισμένο.
. Εκτός από τις λίγες Ελληνίδες πια, κάτι λίγες αλλοδαπές υπήρχαν, από τον Άγιο Δομίνικο και τις Φιλιππίνες, που έρχονταν νόμιμα με διακρατικές συμβάσεις για την συγκεκριμένη... εργασία και σε συγκεκριμένα μαγαζιά εκτός πόλης.

Κάπου στην Λητή λοιπόν, λίγο έξω από την Θεσσαλονίκη, υπήρχε ένα αμιγώς σκυλάδικο, χωρίς κορίτσια, που όμως εκεί, πήγαιναν οι νταβατζήδες τα κορίτσια να ξεσκάσουν. Το "Μιρελέν". Μπουζουξίδικο, όπως τα παλιά.

Αυτό το μπουζουξίδικο λοιπόν, είχε μια ιδιαιτερότητα. Άνοιγε... όταν έκλειναν τα άλλα...

Έτυχε, ανήλικος ακόμα και μαθητής Λυκείου τότε, να βρεθώ με μια ετερόκλητη παρέα, που ακόμα θυμόμαστε τα καμώματα της...

Παντρεύονταν ο ξάδερφος, ο καφετζής της γειτονιάς μας και είπαμε να στήσουμε το πρώτο μπάτσελορ πάρτι στην Ελλάδα (Μάλλον εμείς ξεβλαχέψαμε την Ελλάδα τελικά και όχι ο Κωστόπουλος... :).). 
Μάζεψε λοιπόν ο καφετζής, χωρίς διακρίσεις, όσους ήταν εκείνη την ώρα στο μαγαζί του, άφησε τον αδερφό του εκεί και φύγαμε...

Μετά από επισκέψεις σε "ύποπτα στέκια" (που δεν περιγράφονται και να με συμπαθάτε) και άπειρο γέλιο με αυτά που βίωνα εκεί, ο γαμπρός, έριξε την ιδέα για το παραπάνω μπουζουξίδικο... "Πάμε στο Μιρελέν ρε σεις;" Ρώτησε στην παρέα... "Μπουζουκάκι καλό, Ά εθνική λέμε. Θα γουστάρετε γλέντι καλό" είπε, και όλοι συμφώνησαν διότι δεν ήταν και για διαφωνίες η νύχτα αυτή...

 Μπαίνουμε στα 5 αυτοκίνητα λοιπόν (Όταν λέμε αυτοκίνητα, κάτι Ζάσταβα και κάτι Λάντα εννοούμε) καμιά 20αριά νοματαίοι διαφόρων κατηγοριών... Πρώην και νυν νυχτόβιοι, πρώην και νυν αλητάμπουρες, νοικοκυραίοι, μεσήλικες, και ένας αστυνομικός της τροχαίας και πάμε για το "Μιρελέν".

Κατά τις 2 την νύχτα, φτάνουμε στο μαγαζί. Η αλάνα δίπλα, που χρησίμευε ως πάρκινγκ ήταν άδεια από αυτοκίνητα και παρκαρισμένο, έξω από την πόρτα σχεδόν του μαγαζιού, ένα από τα παλιά τζιπ της Αστυνομίας... Ο Αστυνομικός της παρέας μας, αφού γνώριζε τους συναδέλφους του, τους χαιρέτησε και ρώτησε αν τρέχει κάτι, μιας και δεν ακουγόταν μουσική από μέσα... Τίποτα δεν έτρεχε όμως. Απλά οι Αστυνομικοί στάθμευαν εκεί για την νυχτερινή τους βάρδια, δια "παν ενδεχόμενο".

Μπαίνοντας μέσα, είδαμε άδεια τα 20 περίπου τραπέζια στο λιτά διακοσμημένο μαγαζί -διότι δεν εισήλθαμε και σε γκαλερί τέχνης ντε-, που εμένα όμως μου φάνηκε "Μπάγκινχαμ" σε σχέση με τα χαμαιτυπεία που ήμασταν πριν... 
Η ορχήστρα κάθονταν χωρίς να παίζει μιας και δεν υπήρχε λόγος...

Μόλις όμως οι μουσικοί είδαν κόσμο, αναδιπλώθηκαν, στήθηκαν και άρχιζαν να παίζουν.

Εμφανίστηκε τότε και μια τραγουδίστρια με ελαφρύ ντύσιμο, αφήνοντας σε κοινή θέα τα αφράτα πιασίματα της και τα τροφαντά της μπούτια.

Το γλέντι που ακολούθησε ήταν επικό. Η μουσική αλλά και οι φωνές ήταν εκπληκτικά δυναμικές. Το μπουζούκι άριστο, με πενιές που "σ έκαναν άντρα καλό" από τις πρώτες νότες του. Το ρεπερτόριο βαρύ και στρέητ. Ούτε μα, ούτε μου του τύπου "σας ευχόμαστε να περάσετε μια όμορφη βραδιά" και άλλα τέτοια χαριτωμένα... Κι όποιος θέλει τέτοιον "πρόλογο" τι μας κουρντίστηκε εδώ; Ας πάει σε καμιά βραδιά ποίησης στο φινάλε...
Όλα τα ηχοχρώματα της λαϊκής μας μουσικής έβγαιναν όπως έπρεπε, μερακλώνοντας την παρέα όλο και πιο πολύ.

Λουλούδια δεν είχε, διότι ως γνωστόν, αυτά είναι για φλώρους που φοβούνται τους θορύβους "να ουμ"... Είχε όμως πιάτα... γύψινα.

Το γλέντι επικό όπως είπαμε και πριν, με τα πιάτα πια, να καλύπτουν όλη την πίστα και όχι μόνο από "ζημιές" της παρέας μας, αφού σιγά σιγά έρχονταν κι άλλοι στο μαγαζί κι ας είχε πάει 3 η ώρα... Στην πίστα δεν έβλεπες ποτέ δυο να χορεύουν ζεϊμπέκικο, όχι όμως για λόγους "κουτσαβακισμού". Δεν ήταν επιβολή προς τις άλλες παρέες. Ήταν ευταξία, που σέβονταν την ιστορία του ζεϊμπέκικου και μόνον. Ένας ένας και με την σειρά... Όχι όπως σήμερα που ο πάσα εις νταλκαδιάζεται βροντοφωνάζοντας "πςςς... για μένα γράφτηκε αυτό το τραγούδι" και παριστάνει τον ζειμπέκη με άλλους 15 μαζί στην πίστα. Όσο για τις γυναίκες, ούτε για αστείο να χορέψουν ζειμπεκιά... Ποιος ο λόγος άλλωστε. Τσιφτετέλια και καρσιλαμάδες μόνο οι κυρίες.

Κάπου κάπου, κάποιος θαμώνας έπαιρνε την σκούπα που ανέμενε υπομονετικά δίπλα από τα ντραμς για να κάνει πέρα τα σπασμένα διότι εμπόδιζαν τους μερακλωμένους στον χορό τους...
Όταν μια παρέα έκανε παραγγελιά ένα τραγούδι, όλα τα άλλα τραπέζια σέβονταν την παραγγελιά, όπως όριζε ο άγραφος νόμος.

Κάποιος από την παρέα μας, μου χε πει πως πριν καιρό που είχε έρθει πάλι, είδε γνωστότατο βιομήχανο της Θεσσαλονίκης και πρόεδρο του ΠΑΟΚ, με ωραία παρέα να φέρνει τις βόλτες του όμορφα και ωραία...

Όλα κύλησαν όμορφα και στην δική μας διασκέδαση...

Κατά τις 4 και, φύγαμε διότι οι πρώην αλητάμπουρες και νυν νοικοκυραίοι θυμήθηκαν ότι έχουν γυναίκες και σπίτι...

Ακόμα και σήμερα, όταν ακούω την λέξη "μπουζούκια", το μυαλό μου πάει κατευθείαν στο Μιρελέν της Λητής, ως την πιο "στρέητ" και ατόφια κατάσταση που έχω συναντήσει στον χώρο αυτό. Έναν χώρο που κανείς δεν πήγαινε για επίδειξη και μόστρα, αλλά για δικούς του λόγους και μόνον. Έναν χώρο που όλοι ήξεραν τους κανόνες του παιχνιδιού και ως επί το πλείστον, τους τηρούσαν κατά γράμμα.

Επιστρέψαμε στην βάση μας στο καφενείο του μεθαυριανού γαμπρού, για να ξεφορτώσουν τα αυτοκίνητα τους "σελέμπριτις" των δυτικών συνοικιών του '80. Το οποίο καφενείο βέβαια λειτουργούσε ακόμη, μιας και ο "κούκος ο μονός" της πόκας, έδινε κι έπαιρνε από τους κουμαρτζήδες της εποχής, χώρια από τους ξέμπαρκους που δεν είχαν που να πάνε και ξενυχτούσαν μιας και ήταν Σάββατο η επόμενη μέρα. 


Κλασσικά μικρά "στρέητ" μπουζουξίδικα, αυτά που χαρακτηρίστηκαν ως παρακμιακά, ήταν ο Ζυγός στην Σταυρούπολη, το Μινουί στην Καμάρα, οι Κουκουνάρες στο Ρετζίκι. Η "Κάζμπα" στην Σταυρούπολη, όπως και η "Καλύβα", επίσης στην Σταυρούπολη. 

Ένα βράδυ, πήγα μ' έναν φίλο σε ένα απ' αυτά τα μαγαζιά, λόγω του ότι στην ορχήστρα έπαιζε ο αδερφός του που ήταν και "κολλητός" μου.
Πήγαμε αργά κατά τις 3 θυμάμαι, με σκοπό να πάρουμε τον δικό μας μετά, για κανέναν πατσά να τον δω κιόλας, γιατί με την δουλειά που έμπλεξε κι έκανε την μέρα νύχτα, δύσκολα βρισκόμασταν. 

Το σόου, απερίγραπτο...
Πρώτη φίρμα της Θεσσαλονίκης τότε στα λαικά, και πανελληνίως φίρμα σήμερα -δεν θα πω ποιος και θα καταλάβετε παρακάτω γιατί...-, είχε δυο βουνά σπασμένα πιάτα, ίσα με το μπόι του παρακαλώ, κι αυτός στην μέση να δίνει πόνο βαρύ με τα νταλκαδιάρικα τραγούδια του. Του άνοιγαν εκτός από κιβώτια με σαμπάνιες, και ουίσκια Σίβας παρακαλώ, που κόστιζε 20 χιλ. δραχμές (περίπου εργατικό βδομαδιάτικο ήταν τότε) η φιάλη, ενώ το Τζόνι, κόστιζε τα μισά...
Οι βιοτέχνες ρούχων, οικονομούσαν τρελά λεφτά τότε, όλοι τους. Αυτοί ήταν οι στηλοβάτες της νυχτερινής Θεσσαλονίκης, που σκορπούσαν τα φράγκα χωρίς δεύτερη σκέψη.
Τα γκαρσόνια, ανέβαιναν στην πίστα με... οικοδομικά καρότσια και φτυάρια για να μαζέψουν τα σπασμένα ξανά και ξανά... Σκηνικό που όμοιο του δεν έχω ξαναδεί.
Και αφού κατά τις 6 έπεσε η καθιερωμένη καλημέρα και σχόλασε ο χαμός, είδαμε μετά από λίγο τον κολλητό να έρχεται στο τραπέζι μας μέσα στα νεύρα, μπινελικιάζοντας γενικώς...
"Τι έπαθες ρε;" Ρώτησε ο αδερφός του...
"Τι να πάθω... δεν παλεύονται", απάντησε ο ροκάς κολλητός μου που έπαιζε σε σκυλάδικα από ανάγκη, διότι δεν είχε που αλλού να παίξει και το μεροκάματο ήταν καλό έως πολύ καλό εδώ (3-4 φορές πάνω από το μεροκάματο ενός εργάτη)... 
Και συνέχισε ο κολλητός...
"Όλοι μαστουρωμένοι είναι, από το αφεντικό μέχρι τους παρκαδόρους... Τους μιλάς και κοιτάζουν το υπερπέραν...
 Ο... { φιρμάτος που λέγαμε}π@δούσε την δεύτερη τραγουδιάρα στο καμαρίνι και ούτε την πόρτα δεν έκλεισε... Εμετό μ' ήρθε να κάνω..."

Εδώ θα θελα να δανειστώ την ιστορία που περίγραψε πριν καιρό ο Βασίλης Καρράς, όταν ακόμα ήταν άγνωστος στο ευρύ κοινό.

"Βγήκα στο πάλκο να τραγουδήσω και όλως περιέργως μόνο ένα τραπέζι είχε κόσμο... Κοιτάζοντας καλύτερα, τι να δω... Έχουν στήσει πάνω στο τραπέζι σε τρίποδο, ένα οπλοπολυβόλο που σημάδευε την ορχήστρα και δίπλα έναν τενεκέ γεμάτο με χειροβομβίδες... Πάγωσα κι εγώ και τα παιδιά... Μας παρήγγειλαν να παίζουμε μόνο Στράτο Διονυσίου... Αιώνας μου φάνηκαν οι ώρες ως που να ξημερώσει..."

Εκτός όμως από τα παρακμιακά, υπήρχαν και τα σαλόνια τα καλά... Όπως η Νεράιδα, η Θεσσαλονικιά, τα Δειλινά, ο Σκορπιός, το Αριγκάτο, που ήταν μαγαζιά που έφερναν τις πρώτες φίρμες της Ελλάδας. 
Εκεί δεν είχε μαγκιές και γραφικότητες. Παπιγιόν τα γκαρσόνια, και τιμούλες τσουχτερές. Υπήρχε πλήρες μενού με μπον φιλέ και διάφορα καλούδια. Τα τραπέζια αραιά στημένα και όχι όπως αργότερα, που ήθελες να πας στο wc και έπρεπε να αναστατώσεις καμιά ντουζίνα κόσμο για να περάσεις... Έκαστη είσοδος εκεί, και το βδομαδιάτικο πήγαινε περίπατο...

Στην Νεράιδα πιτσιρίκος θυμάμαι σαν τώρα, τον άρχοντα Μανώλη Αγγελόπουλο να βγαίνει μετά από την Πόλυ Πάνου στην πίστα και να "ψαρώνει" όλο το μαγαζί... Κυριολεκτικώς.
Βγαίνει ο Άρχοντας με άσπρη κουστουμιά, μαλλί λεονταρίσιο και το μουστάκι τσιγκελωτό, και αφού κατσάδιασε ελαφρώς την ορχήστρα, γιατί πιθανώς δεν του άρεσε ο τρόπος που έπαιζαν την εισαγωγή, ξεδίπλωσε την φωνάρα του κάνοντας όλο το μαγαζί να μένει μαγεμένο από αυτό που άκουγε αλλά και από αυτό που έβλεπε... Τι άντρακλας ήταν αυτός! Θεός.

Αυτή η εποχή, χαρακτηρίστηκε από τα φώτα της τα λίγα... 
Όλοι μπορούσαν να διασκεδάσουν βέβαια, ανάλογα με τα όβολα τους. Η Θεσσαλονίκη μας είχε απ όλα. Ακριβά, φθηνά και ντεμί μαγαζιά για όλες τις ηλικίες και όλα τα γούστα. Όμως σε καμία περίπτωση δεν υπήρχε η πληθώρα επιλογών της επόμενης δεκαετίας. 
Μιας δεκαετίας, που έκλειναν εργοστάσια και επιχειρήσεις παραγωγής και άνοιγαν κλαμπάκια και ξενυχτάδικα χωρίς κανόνες διασκέδασης αλλά εκτόνωσης, έξω από τις πόρτες μας.

Η δεκαετία του '80, που διαδέχτηκε τις προηγούμενες δύσκολες δεκαετίες, με τους πολέμους, τους εμφυλίους, τις μεταναστεύσεις, τις χούντες, είχε ησυχία και φως προκοπής στον ορίζοντα... Υπήρχε στενότητα -ακόμα-, ποδαρόδρομος, ρεφενέ μονίμως, μηχανάκια πολλά αντί για αυτοκίνητα, φλερτ και όνειρα παραδοσιακού τύπου, "καγκουριά" σε όλο της το μεγαλείο και κόμπλεξ ευρωπαϊκό. Νέοι, καλοαναθρεμένοι όλοι σχετικά, με γονείς που στερήθηκαν πολλά κι έτρεμαν μην ζήσουν δυσκολίες τα παιδιά τους όπως αυτοί. Και όπως όλα στην ζωή των ανθρώπων, ότι σπέρνεις θερίζεις... Ευκολίες και χαιδέματα δίνεις στα παιδιά σου; Ευκολίες και χαιδέματα θα περιμένουν στην ζωή τους... Με κάθε τρόπο. 


Ζυγός - ντοκιμαντέρ



ΜΑΤΙ GR

Δείτε κι εδώ
loading...



Κοινοποιήστε το στα παρακάτω κουμπιά
Share To:

blogsitegr

Post A Comment:

0 comments so far,add yours

Δείτε κι εδώ

loading...