loading...
Ο εμίρης Μπεσίρ του Λιβάνου και τα σχέδιά του – Η αντιμετώπισή τους από ελληνικής πλευράς – Η πραγματοποίηση της εκστρατείας και η παταγώδης αποτυχία της.
Μία από τις άγνωστες επιχειρήσεις των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της
Επανάστασης του 1821, ήταν η λεγόμενη «εκστρατεία» στον Λίβανο. Ενώ η
ιδέα και ο σχεδιασμός φάνταζαν εξαιρετικοί, τελικά η εκστρατεία έγινε
όχι υπό την αιγίδα της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά με ιδιωτική
πρωτοβουλία και κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία. Ας δούμε με περισσότερες
λεπτομέρειες τα γεγονότα.
Οι προτάσεις του εμίρη Μπεσίρ
Στις 25 Οκτωβρίου 1824, παρουσιάστηκε στο Βουλευτικό ο Χατζηστάθης Ρέζης, που ισχυρίστηκε ότι μετέφερε προτάσεις του εμίρη του Λιβάνου Μπεσίρ και των προυχόντων της χώρας, να γίνει μια συμμαχία Ελλάδας – Λιβάνου με τελικό σκοπό την απελευθέρωση του Λιβάνου και της Κύπρου από τον οθωμανικό ζυγό. Όταν του ζητήθηκε να αποδείξει τα λεγόμενα του, ισχυρίστηκε ότι είχε χάσει τις σχετικές επιστολές στη διάρκεια των ταξιδιών του.
Σύμφωνα πάντα με τον Ρέζη, ο Μπεσίρ θα «χτυπούσε» τους Τούρκους από τη στεριά και ζητούσε ελληνικά πλοία για βοήθεια. Παράλληλα, θα έστελνε στη χώρα μας στρατιώτες και άλογα, για να βοηθήσουν τους επαναστατημένους Έλληνες.
Το Βουλευτικό δέχθηκε την πρόταση και όρισε αντιπροσώπους του για τις διαπραγματεύσεις, τον Χατζηστάθη Ρέζη, τον Αντώνιο Τζούνη, που αργότερα αντικαταστάθηκε από τον επίσκοπο Ευδοκιάδος Γρηγόριο (σημ: η Ευδοκιάδα ήταν οχυρή θέση της βόρειας Καππαδοκίας που πήρε το όνομά της από τη βυζαντινή πριγκίπισσα Ευδοκία ή Ευδοξία) και τον Κύπριο αγωνιστή Χαράλαμπο Μάλη.
Υπήρξε όμως μεγάλη καθυστέρηση. Μόλις στις 13 Ιουλίου 1825 το Εκτελεστικό ανέθεσε στον Ρέζη να συνοδεύσει και να καθοδηγήσει ως γνώστης προσώπων και πραγμάτων, τους Έλληνες απεσταλμένους που η κυβέρνηση εφοδίασε με έγγραφα προς τον εμίρη Μπεσίρ, τους ιερωμένους, τους φυλάρχους και τους προκρίτους.
Η κυβέρνηση, με πρωτοβουλία του Μαυροκορδάτου ο οποίος χειριζόταν την υπόθεση, ζητούσε τη συμπαράσταση της Εκκλησίας για την αίσια έκβαση της υπόθεσης.
Έτσι, έστειλε ιδιαίτερα έγγραφα στον Πατριάρχη Αντιοχείας Μεθόδιο τον Νάξιο, τους μητροπολίτες της δικαιοδοσίας του, τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Δαμασκηνό καθώς και τους μητροπολίτες Πάφου, Κιτίου και Κυρήνειας.
Περισσότερο απ’ όλους, πίστευε στα οφέλη της επιχείρησης αυτής ο Ρέζης, που ζήτησε από την Κυβέρνηση 3.000 στρατιώτες και 20 πλοία τουλάχιστον για να βοηθήσουν τους Λιβανέζους. Εκτός από τον αντιπερισπασμό του Μπεσίρ κατά των Τούρκων, ο Ρέζης ισχυριζόταν ότι ο Λιβανέζος εμίρης θα έστελνε 200.000 άνδρες στην Ελλάδα, ενώ παράλληλα θα ελευθερωνόταν και η Κύπρος.
Ορισμένοι Κύπριοι πρόσφυγες πληροφορήθηκαν το σχέδιο και σχεδίασαν κάποιες παράτολμες επιχειρήσεις, οι οποίες τελικά δεν έγιναν.
Τελικά, οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν προχώρησαν στις εκστρατείες στην Κύπρο και τον Λίβανο.
Όμως, ορισμένοι οπλαρχηγοί (Χατζημιχάλης Νταλιάνης, Κριεζώτης, Βάσος Μαυροβουνιώτης κ.ά.), έμαθαν το αρχικό σχέδιο και αποφάσισαν να οργανώσουν μόνοι τους την εκστρατεία.
Ο Κύπριος Χαράλαμπος Μάλης, που ήταν όπως είδαμε από τους πρωταγωνιστές της σχεδιαζόμενης εκστρατείας, αλλά ήθελε αυτή να γίνει με την κάλυψη της ελληνικής κυβέρνησης και όχι από ιδιώτες, αντέδρασε.
Στις 29 Ιανουαρίου 1826, κατήγγειλε προς το Βουλευτικό τη μυστική αυτή κίνηση και ζήτησε να ληφθούν μέτρα εναντίον του βασικού οργανωτή της Χατζημιχάλη Νταλιάνη.
Κατά την άποψή μας, ο γεννημένος στο Δελβινάκι Πωγωνίου, στο σημερινό νομό Ιωαννίνων, Χατζημιχάλης Νταλιάνης (1775), μπορεί να χαρακτηριστεί επιπόλαιος ή παρορμητικός, σε καμία περίπτωση όμως τυχοδιώκτης, καθώς ξόδεψε σχεδόν όλη την περιουσία του που είχε αποκτήσει από το εμπόριο καπνικών προϊόντων, για τον εξοπλισμό ιππικού σώματος που πήρε μέρος σε πολλές μάχες και την αγορά πολεμοφοδίων. Σκοτώθηκε το 1828 στο Φραγκοκάστελο της Κρήτης με πολλούς άνδρες του και από αυτούς προήλθε ο θρύλος για τους Δροσουλίτες
Η πραγματοποίηση της εκστρατείας και η οικτρή αποτυχία της
Η κυβέρνηση, ζήτησε από το Βουλευτικό να ληφθούν μέτρα, ώστε να μην γίνει αυτή η εκστρατεία.
Έστειλε μάλιστα σχετικές επιστολές στους προκρίτους της Ύδρας, των Σπετσών και των Ψαρών, όπως και στον Θ. Κολοκοτρώνη να ζητήσει κι αυτός με τη σειρά του από τον Χατζημιχάλη Νταλιάνη να μην προχωρήσει στα σχέδιά του.
Ο Νταλιάνης, απάντησε ότι στόχος της εκστρατείας δεν θα ήταν η Κύπρος ή τα παράλια της Μικράς Ασίας, αλλά ο Λίβανος και ότι η Κυβέρνηση είχε αρχικά εγκρίνει τον σχεδιασμό της επιχείρησης και μαζί με τους άλλους οπλαρχηγούς άρχισε να οργανώνει την εκστρατεία.
Τόπος συγκέντρωσης των στρατευμάτων ορίστηκε η Κέα. Εκεί, από τον Δεκέμβριο του 1825 ως τον Φεβρουάριο του 1826, συγκεντρώθηκαν 2.000 οπλοφόροι, οι οποίοι με τις αυθαιρεσίες τους, ταλαιπωρούσαν τους κατοίκους.
Επικεφαλής τους ήταν οι Χατζημιχάλης Νταλιάνης, Νικόλαος Κριεζώτης, Βάσος Μαυροβουνιώτης, Σταύρος Λιακόπουλος και Χατζηστεφανής Βούλγαρης.
Στα τέλη Φεβρουαρίου 1826, το εκστρατευτικό αυτό σώμα αναχώρησε με 14 καράβια και στις αρχές Μαρτίου, έφτασε έξω απ’ τη Βηρυτό. Όταν αποβιβάστηκαν στην ξηρά, οι άνδρες του σώματος κατέλαβαν έναν παραθαλάσσιο πύργο και μερικά σπίτια και άρχισαν τις λεηλασίες.
Ο Μπεσίρ, ήρθε σε επαφή με τους επικεφαλής των Ελλήνων και ζήτησε τις πληρεξούσιες επιστολές από την Κυβέρνηση, τις οποίες εκείνοι δεν διέθεταν.
Ο Λιβανέζος εμίρης απαίτησε άμεση αποχώρηση των Ελλήνων, κάτι που έγινε. Στις 25 Μαρτίου 1826, οι άτακτοι αυτοί οπλοφόροι έφυγαν από τον Λίβανο και κατευθύνθηκαν προς την Κύπρο, όπου άρχισαν να αρπάζουν ζώα και τροφές, τρομοκρατώντας Έλληνες και Τούρκους κατοίκους. Έπειτα, ενεργώντας σαν πειρατές, έπιασαν ένα αυστριακό καράβι στα παράλια της Κιλικίας, γεμάτο χρυσοΰφαντα υφάσματα του Χαλεπίου και άλλα συριακά χειροτεχνήματα. Τελικά, επέστρεψαν στην Ελλάδα και έτσι έληξε άδοξα η εκστρατεία του Λιβάνου.
Μια τελική αποτίμηση
Σαν ιδέα και σαν σχέδιο «επί χάρτου», η εκστρατεία του Λιβάνου φαινόταν εξαιρετική. Αντιπερισπασμός στους Τούρκους και ενίσχυση των επαναστατημένων Ελλήνων με χιλιάδες Λιβανέζους ιππείς. Η αναβλητικότητα, η έλλειψη αποφασιστικότητας και άλλοι, άγνωστοι σε μας παράγοντες, είχαν σαν αποτέλεσμα να μην γίνει η εκστρατεία με τη σύμφωνη γνώμη της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά με πρωτοβουλία κάποιων οπλαρχηγών.
Δεν υπήρχε καμία οργάνωση, ανάμεσα στους στρατιώτες που πήραν μέρος φαίνεται ότι ήταν πολλοί καιροσκόποι – τυχοδιώκτες, ενώ δεν υπήρχε και κανένας ηγέτης, ανάμεσα στους επικεφαλής, να απαγορεύσει και να σταματήσει το πλιάτσικο στον Λίβανο και τη Συρία. Στο περιθώριο της εκστρατείας αυτής είχαμε και ένα… love story!
Στην Κέα, ο Βάσος Μαυροβουνιώτης, γνώρισε την δεκαεξάχρονη και εγκυμονούσα. Ελέγκω, κόρη του έμπορου Γεώργιου Ιωαννίτη, την οποία ερωτεύτηκε. Την απήγαγε με τη θέλησή της, ενώ μετά την επιστροφή του από τον Λίβανο την παντρεύτηκε!
Εκείνο που προκύπτει σαν τελικό συμπέρασμα, είναι ότι μια σημαντική ελληνική δύναμη, φθειρόταν για μήνες, σε άσκοπες περιπλανήσεις και πειρατικές ενέργειες, την ίδια ώρα που Τούρκοι και Αιγύπτιοι ετοίμαζαν συντονισμένα και μεθοδικά τα τελευταία πλήγματα κατά του Μεσολογγίου…
Πηγές: «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», τ. ΙΒ’, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΤΡΙΚΟΥΠΗΣ, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ», ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ, 1993.
Οι προτάσεις του εμίρη Μπεσίρ
Στις 25 Οκτωβρίου 1824, παρουσιάστηκε στο Βουλευτικό ο Χατζηστάθης Ρέζης, που ισχυρίστηκε ότι μετέφερε προτάσεις του εμίρη του Λιβάνου Μπεσίρ και των προυχόντων της χώρας, να γίνει μια συμμαχία Ελλάδας – Λιβάνου με τελικό σκοπό την απελευθέρωση του Λιβάνου και της Κύπρου από τον οθωμανικό ζυγό. Όταν του ζητήθηκε να αποδείξει τα λεγόμενα του, ισχυρίστηκε ότι είχε χάσει τις σχετικές επιστολές στη διάρκεια των ταξιδιών του.
Σύμφωνα πάντα με τον Ρέζη, ο Μπεσίρ θα «χτυπούσε» τους Τούρκους από τη στεριά και ζητούσε ελληνικά πλοία για βοήθεια. Παράλληλα, θα έστελνε στη χώρα μας στρατιώτες και άλογα, για να βοηθήσουν τους επαναστατημένους Έλληνες.
Το Βουλευτικό δέχθηκε την πρόταση και όρισε αντιπροσώπους του για τις διαπραγματεύσεις, τον Χατζηστάθη Ρέζη, τον Αντώνιο Τζούνη, που αργότερα αντικαταστάθηκε από τον επίσκοπο Ευδοκιάδος Γρηγόριο (σημ: η Ευδοκιάδα ήταν οχυρή θέση της βόρειας Καππαδοκίας που πήρε το όνομά της από τη βυζαντινή πριγκίπισσα Ευδοκία ή Ευδοξία) και τον Κύπριο αγωνιστή Χαράλαμπο Μάλη.
Υπήρξε όμως μεγάλη καθυστέρηση. Μόλις στις 13 Ιουλίου 1825 το Εκτελεστικό ανέθεσε στον Ρέζη να συνοδεύσει και να καθοδηγήσει ως γνώστης προσώπων και πραγμάτων, τους Έλληνες απεσταλμένους που η κυβέρνηση εφοδίασε με έγγραφα προς τον εμίρη Μπεσίρ, τους ιερωμένους, τους φυλάρχους και τους προκρίτους.
Η κυβέρνηση, με πρωτοβουλία του Μαυροκορδάτου ο οποίος χειριζόταν την υπόθεση, ζητούσε τη συμπαράσταση της Εκκλησίας για την αίσια έκβαση της υπόθεσης.
Έτσι, έστειλε ιδιαίτερα έγγραφα στον Πατριάρχη Αντιοχείας Μεθόδιο τον Νάξιο, τους μητροπολίτες της δικαιοδοσίας του, τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Δαμασκηνό καθώς και τους μητροπολίτες Πάφου, Κιτίου και Κυρήνειας.
Περισσότερο απ’ όλους, πίστευε στα οφέλη της επιχείρησης αυτής ο Ρέζης, που ζήτησε από την Κυβέρνηση 3.000 στρατιώτες και 20 πλοία τουλάχιστον για να βοηθήσουν τους Λιβανέζους. Εκτός από τον αντιπερισπασμό του Μπεσίρ κατά των Τούρκων, ο Ρέζης ισχυριζόταν ότι ο Λιβανέζος εμίρης θα έστελνε 200.000 άνδρες στην Ελλάδα, ενώ παράλληλα θα ελευθερωνόταν και η Κύπρος.
Ορισμένοι Κύπριοι πρόσφυγες πληροφορήθηκαν το σχέδιο και σχεδίασαν κάποιες παράτολμες επιχειρήσεις, οι οποίες τελικά δεν έγιναν.
Τελικά, οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν προχώρησαν στις εκστρατείες στην Κύπρο και τον Λίβανο.
Όμως, ορισμένοι οπλαρχηγοί (Χατζημιχάλης Νταλιάνης, Κριεζώτης, Βάσος Μαυροβουνιώτης κ.ά.), έμαθαν το αρχικό σχέδιο και αποφάσισαν να οργανώσουν μόνοι τους την εκστρατεία.
Ο Κύπριος Χαράλαμπος Μάλης, που ήταν όπως είδαμε από τους πρωταγωνιστές της σχεδιαζόμενης εκστρατείας, αλλά ήθελε αυτή να γίνει με την κάλυψη της ελληνικής κυβέρνησης και όχι από ιδιώτες, αντέδρασε.
Στις 29 Ιανουαρίου 1826, κατήγγειλε προς το Βουλευτικό τη μυστική αυτή κίνηση και ζήτησε να ληφθούν μέτρα εναντίον του βασικού οργανωτή της Χατζημιχάλη Νταλιάνη.
Κατά την άποψή μας, ο γεννημένος στο Δελβινάκι Πωγωνίου, στο σημερινό νομό Ιωαννίνων, Χατζημιχάλης Νταλιάνης (1775), μπορεί να χαρακτηριστεί επιπόλαιος ή παρορμητικός, σε καμία περίπτωση όμως τυχοδιώκτης, καθώς ξόδεψε σχεδόν όλη την περιουσία του που είχε αποκτήσει από το εμπόριο καπνικών προϊόντων, για τον εξοπλισμό ιππικού σώματος που πήρε μέρος σε πολλές μάχες και την αγορά πολεμοφοδίων. Σκοτώθηκε το 1828 στο Φραγκοκάστελο της Κρήτης με πολλούς άνδρες του και από αυτούς προήλθε ο θρύλος για τους Δροσουλίτες
Η πραγματοποίηση της εκστρατείας και η οικτρή αποτυχία της
Η κυβέρνηση, ζήτησε από το Βουλευτικό να ληφθούν μέτρα, ώστε να μην γίνει αυτή η εκστρατεία.
Έστειλε μάλιστα σχετικές επιστολές στους προκρίτους της Ύδρας, των Σπετσών και των Ψαρών, όπως και στον Θ. Κολοκοτρώνη να ζητήσει κι αυτός με τη σειρά του από τον Χατζημιχάλη Νταλιάνη να μην προχωρήσει στα σχέδιά του.
Ο Νταλιάνης, απάντησε ότι στόχος της εκστρατείας δεν θα ήταν η Κύπρος ή τα παράλια της Μικράς Ασίας, αλλά ο Λίβανος και ότι η Κυβέρνηση είχε αρχικά εγκρίνει τον σχεδιασμό της επιχείρησης και μαζί με τους άλλους οπλαρχηγούς άρχισε να οργανώνει την εκστρατεία.
Τόπος συγκέντρωσης των στρατευμάτων ορίστηκε η Κέα. Εκεί, από τον Δεκέμβριο του 1825 ως τον Φεβρουάριο του 1826, συγκεντρώθηκαν 2.000 οπλοφόροι, οι οποίοι με τις αυθαιρεσίες τους, ταλαιπωρούσαν τους κατοίκους.
Επικεφαλής τους ήταν οι Χατζημιχάλης Νταλιάνης, Νικόλαος Κριεζώτης, Βάσος Μαυροβουνιώτης, Σταύρος Λιακόπουλος και Χατζηστεφανής Βούλγαρης.
Στα τέλη Φεβρουαρίου 1826, το εκστρατευτικό αυτό σώμα αναχώρησε με 14 καράβια και στις αρχές Μαρτίου, έφτασε έξω απ’ τη Βηρυτό. Όταν αποβιβάστηκαν στην ξηρά, οι άνδρες του σώματος κατέλαβαν έναν παραθαλάσσιο πύργο και μερικά σπίτια και άρχισαν τις λεηλασίες.
Ο Μπεσίρ, ήρθε σε επαφή με τους επικεφαλής των Ελλήνων και ζήτησε τις πληρεξούσιες επιστολές από την Κυβέρνηση, τις οποίες εκείνοι δεν διέθεταν.
Ο Λιβανέζος εμίρης απαίτησε άμεση αποχώρηση των Ελλήνων, κάτι που έγινε. Στις 25 Μαρτίου 1826, οι άτακτοι αυτοί οπλοφόροι έφυγαν από τον Λίβανο και κατευθύνθηκαν προς την Κύπρο, όπου άρχισαν να αρπάζουν ζώα και τροφές, τρομοκρατώντας Έλληνες και Τούρκους κατοίκους. Έπειτα, ενεργώντας σαν πειρατές, έπιασαν ένα αυστριακό καράβι στα παράλια της Κιλικίας, γεμάτο χρυσοΰφαντα υφάσματα του Χαλεπίου και άλλα συριακά χειροτεχνήματα. Τελικά, επέστρεψαν στην Ελλάδα και έτσι έληξε άδοξα η εκστρατεία του Λιβάνου.
Μια τελική αποτίμηση
Σαν ιδέα και σαν σχέδιο «επί χάρτου», η εκστρατεία του Λιβάνου φαινόταν εξαιρετική. Αντιπερισπασμός στους Τούρκους και ενίσχυση των επαναστατημένων Ελλήνων με χιλιάδες Λιβανέζους ιππείς. Η αναβλητικότητα, η έλλειψη αποφασιστικότητας και άλλοι, άγνωστοι σε μας παράγοντες, είχαν σαν αποτέλεσμα να μην γίνει η εκστρατεία με τη σύμφωνη γνώμη της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά με πρωτοβουλία κάποιων οπλαρχηγών.
Δεν υπήρχε καμία οργάνωση, ανάμεσα στους στρατιώτες που πήραν μέρος φαίνεται ότι ήταν πολλοί καιροσκόποι – τυχοδιώκτες, ενώ δεν υπήρχε και κανένας ηγέτης, ανάμεσα στους επικεφαλής, να απαγορεύσει και να σταματήσει το πλιάτσικο στον Λίβανο και τη Συρία. Στο περιθώριο της εκστρατείας αυτής είχαμε και ένα… love story!
Στην Κέα, ο Βάσος Μαυροβουνιώτης, γνώρισε την δεκαεξάχρονη και εγκυμονούσα. Ελέγκω, κόρη του έμπορου Γεώργιου Ιωαννίτη, την οποία ερωτεύτηκε. Την απήγαγε με τη θέλησή της, ενώ μετά την επιστροφή του από τον Λίβανο την παντρεύτηκε!
Εκείνο που προκύπτει σαν τελικό συμπέρασμα, είναι ότι μια σημαντική ελληνική δύναμη, φθειρόταν για μήνες, σε άσκοπες περιπλανήσεις και πειρατικές ενέργειες, την ίδια ώρα που Τούρκοι και Αιγύπτιοι ετοίμαζαν συντονισμένα και μεθοδικά τα τελευταία πλήγματα κατά του Μεσολογγίου…
Πηγές: «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», τ. ΙΒ’, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΤΡΙΚΟΥΠΗΣ, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ», ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ, 1993.
Δείτε κι εδώ
loading...
Κοινοποιήστε το στα παρακάτω κουμπιά
Post A Comment:
0 comments so far,add yours