Εμφανιζόταν από το πουθενά. Πουλούσε φύκια για μεταξωτές κορδέλες, έταζε έρωτες και γάμους, άδειαζε πορτοφόλια και κομποδέματα και στη συνέχεια εξαφανιζόταν από προσώπου γης. Μεγάλο ταλέντο στην απατεωνιά ο Παναής, μια μικρή γεύση της δράσης του οποίου «πήρε» η Ελλάδα με τη γνωστή ταινία στην οποία πρωταγωνίστησε ο αξεπέραστος Θανάσης Βέγγος.
Κι αν για κάποιους αυτά που έκανε ο Βέγγος στη ταινία δεν… γίνονταν ούτε στο κινηματογράφο, τότε καλά θα κάνουν να αναθεωρήσουν γιατί ο πραγματικός Παναής ήταν απείρως πιο δαιμόνιος και… λαμόγιο.
Έδρασε στα χωριά γύρω από την Αθήνα την δεκαετία του 1940 και ανάγκασε τον θυμόσοφο λαό να δημιουργήσει μια έκφραση για να περιγράφει στο εξής όλους τους… «Παναήδες» που έχουν αναγάγει την απατεωνιά σε επιστήμη!
Ο όμορφος και δαιμόνιος νέος
Σε μια εποχή εξαιρετικά δύσκολη από κάθε άποψη οι Έλληνες προσπαθούσαν να βρουν τρόπους προκειμένου να επιβιώσουν. Ο Παναής φρόντισε να εκμεταλλευτεί δυο βασικά χαρακτηριστικά του. Ήταν όμορφος και ήταν και παμπόνηρος. «Φονικός» συνδυασμός όπως αποδείχθηκε.
Ο νεαρός, λοιπόν, έκατσε, σκέφτηκε και αποφάσισε πως είναι κρίμα να αφήσει αυτά τα προτερήματα να πάνε χαμένα. Οργάνωσε το σχέδιό του και το έβαλε σε εφαρμογή. Το πρώτο σκέλος θα αφορούσε τη ρητορική του δεινότητα και την ευκολία να πείθει όσους ήθελαν να… πειστούν. Το δεύτερο σκέλος αφορούσε τη γοητεία του η οποία θα έπιανε στα πλοκάμια της, τις όμορφες κόρες των θυμάτων του, προκειμένου η επιτυχία να είναι δεδομένη.
Το ζήτημα ήταν πως ο Παναής δεν μπορούσε να δράσει στην Αθήνα. Ή καλύτερα θα του ήταν πιο εύκολο αν είχε απέναντί του ανθρώπους της επαρχίας. Έτσι, με ορμητήριό του, τον τόπο καταγωγής του, τα Μέγαρα, άρχισε τις… επικίνδυνες αποστολές στα χωρία πέριξ της Αθήνας.
Ο Παναής, έβαλε τα καλά του ρούχα, «φόρεσε» το πιο λαμπερό του χαμόγελο και πήρε σβάρνα αυτά τα χωριά. Συστηνόταν σαν μεγαλοεπιχειρηματίας που αναζητούσε ευκαιρίες για τις οποίες ήταν διατεθειμένος να χρυσοπληρώσει.
Ο τρόπος δράσης του Παναή και μια… ντουζίνα αρραβώνες
Όταν ο Παναής έφτανε στα χωριά, πήγαινε στα καφενεία και με ύφος… χιλίων Καρδιναλίων προσπαθούσε να τραβήξει πάνω του τα βλέμματα των χωρικών. Όταν κάποιοι «τσιμπούσαν» στο δόλωμα, έμπαινε σε πλήρη εφαρμογή το σχέδιο του.
Ο δαιμόνιος νέος συστηνόταν ως μεγαλέμπορος από την Αθήνα που τον ενδιαφέρουν οι καλές δουλειές χωρίς να υπολογίζει το κόστος διότι… «από λεφτά να φάνε και οι κότες»! Για να πείσει, μάλιστα, και τους πλέον δύσπιστους απέφευγε να κάνει παζάρια. Πάντα έδινε όσα του ζητούσαν οι παραγωγοί- υποψήφια θύματα και έτσι κέρδιζε την εμπιστοσύνη τους.
Η συνέχεια είναι ακόμα πιο απολαυστική. Ο σπουδαίος Ασημάκης Γιαλαμάς, όπως διέσωσε η
«Κατόπιν προχώρησε στο δεύτερο στάδιο του κατεστρωμένου σχεδίου του. Ευρήκε στο κάθε χωριό κι’ από μια κοπέλλα όμορφη, δροσερή και προ παντός ευκατάστατη. Και την αρραβωνιάστηκε.
Απάνω από δέκα αρραβώνες συνήψε κατ’ αυτόν τον τρόπο. «Κάθε κορφούλα και κλαρί, κάθε κλαρί και κλέφτης» λέγει για τον Όλυμπο το δημοτικό τραγούδι. Κάτι παρόμοιο μπορούσε να λεχθή και για τον Παναγή: «Κάθε χωριό και μια μνηστή. Κάθε μνηστή και… μεζές σπουδαίος».
Διότι αμέσως ο Παναγής έβαλε σ’ ενέργεια την οικονομική εκμετάλλευσι των αρραβώνων του. Κάθε τόσο αρριβάριζε στο κάθε χωριό και έλεγε στα μέλλοντα πεθερικά του: -Δώστε ένα τσουβάλι κουκιά ή ένα τουλούμι τυρί που θέλει κάποιος πελάτης μου στην Αθήνα κι’ αργότερα σας φέρνω τα λεφτά. -Δεν πειράζει για τα λεφτά, απαντούσαν γενναιοφρόνως τα πεθερικά. Κι’ έδιναν προθύμως τα κουκιά, το τυρί, τα πάντα. «Ό,τι θέλει ο γαμπρός μας. Ό,τι θέλει το παιδί μας».
Κι’ όλο και τσιμπούσε ο Παναγής. Κι’ αυτό το τσίμπημα ήταν… δεκαπλούν. Συνέβαινε δηλαδή και με τις δέκα αρραβωνιαστικές. Αφήνω τις γενναίες προκαταβολές που έπαιρνε ο πολυσύνθετος αυτός αρραβωνιαστικός από τις εκλεκτές του σε φιλιά, αγκαλιάσματα και λοιπά. Από τη μία έφευγε, στην άλλη επήγαινε.
Δεν πρόφταιναν να στεγνώσουν τα φιλιά της μιανής, άρχιζε το τρύγημα των φιλιών της άλλης. Κι’ έτσι η ζωή του ευτυχούς Παναγή έρρεε μέσα σε αγκαλιές, φιλιά, γλυκόλογα και εκλεκτά φαγοπότια στο κάθε σπίτι των πεθερικών του».
«Μη τον είδατε τον Παναή»
Όλα τα ωραία, ωστόσο, έχουν ένα τέλος. Και όπου «τέλος» για τον Παναή, βάλτε «αρχή» της ντροπής και των προβλημάτων για όλα τα αθώα θύματα που άφηνε πίσω του. Ο δαιμόνιος νέος ήξερε πως δεν θα μπορεί για καιρό να τρώει και να πίνει εις υγείαν των κορόιδων και έτσι είχε αρχίσει να στήνει το σκηνικό της εξόδου.
«Ο Παναγής υπεξέφυγε τη μια φορά, υπεξέφυγε την άλλη. Αλλά τέλος κατάλαβε ότι είχαν σωθή τα’ αστεία. Έπρεπε να ορίση τους γάμους. Και το έκαμε! Είπε στους γονείς όλων των αρραβωνιαστικών του:
-Στις τάδε του μηνός θάρθω να κάμουμε το γάμο.
Και στις δέκα αρραβωνιαστικές ώρισε την ίδια ημερομηνία. Αυτό ήταν το αποκορύφωμα της φάρσας που εσκηνοθέτησε ο ανεκδιήγητος Παναγής.
Δέκα και παραπάνω ίσως σπίτια σε ισάριθμα χωριά της Αττικής ετοιμαζόνταν ταυτοχρόνως να δεχθούν τον πολυπόθητο γαμπρό. Δέκα μωρές παρθένες επερίμεναν τον νυμφίο.
Και ήρθε η μεγάλη ημέρα. Το κάθε σπίτι είχε τελειώσει όλες τις προετοιμασίες του γάμου και περίμενε να καταφθάση ο Παναγής απ’ την Αθήνα. Αλλά η ημέρα προχωρούσε, ο ήλιος όπως έγραφαν οι παληοί διηγηματογράφοι, έκλινε προς την δύσιν του και ο Παναγής δεν φαινότανε.
Τότε οι οικείοι της κάθε νύφης άρχισαν ν’ ανησυχούν. Και κατέβηκαν στην πλατεία του χωριού κι’ όταν έφθανε λεωφορείο απ’ την Αθήνα ρωτούσαν:
-Μην τον είδατε τον Παναγή;
Το ίδιο συνέβαινε σ’ όλα τα χωριά εις τα οποία είχε… διαπράξει αρραβώνα ο Παναγής. Όλη δηλαδή σχεδόν η Αττική εδονείτο εκείνη την ημέρα από την ερώτησι: -Μην είδατε τον Παναγή;
Η φράσις αυτή μεταδόθηκε από στόμα σε στόμα, απλώθηκε σα βουερό σύννεφο κι’ εκάλυψε όλο το αττικό λεκανοπέδιο. Κι’ αφού ο Παναγής δεν ξαναφάνηκε στα χωριά η φράσις έγινε το σύμβολο ενός θρύλου», έγραψε με γλαφυρό τρόπο για την υπόθεση ο Ασημάκης Γιαλαμάς!
Κοινοποιήστε το στα παρακάτω κουμπιά
Post A Comment:
0 comments so far,add yours