loading...
Υπήρξε στον Παρθενώνα ένας χώρος που
τότε ονομαζόταν «σφαιρίστρα των αρρηφόρων» απ’ όπου βγήκε και τ’ όνομα
σφαιριστήριο. Στην σφαιρίστρα των αρρηφόρων οι ιερείς της θεάς Αθηνάς,
που ζούσαν εκεί όλο τον χρόνο και επί τρεις μήνες ύφαιναν το πέπλο της
Αθηνάς, στις ελεύθερες ώρες τους εξασκούνταν στην σφαίριση. Σφαιριστής
για τους Αρχαίους Έλληνες ήταν ο θαυματοποιός που εκτελούσε
δεξιοτεχνικές ασκήσεις με σφαιρικά αντικείμενα.
Ιστορία και εξέλιξη.
Μέχρι
τον 11ο περίπου αιώνα, το μπιλιάρδο παραμένει ως ένα σύμβολο πολιτισμού
της αρχαίας Αθήνας, Από κει και μετά, όπως και όλη η κουλτούρα της
αρχαίας Αθήνας μεταφέρθηκε στην Ρώμη και από κει στην Κωνσταντινούπολη,
την άλλη έδρα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Στην Κωνσταντινούπολη έγινε
πολύ δημοφιλές , κυρίως στον εκκλησιαστικό κύκλο όπου παίχτηκε πολύ στα
μοναστήρια και στους εκκλησιαστικούς χώρους. Το μπιλιάρδο, στην διάρκεια
των αιώνων ήταν ο πατέρας πολλών αθλημάτων καθώς η αρχική του μορφή
επέτρεπε διάφορες παραλλαγές οι οποίες στην συνέχεια δημιούργησαν
διάφορα αθλήματα. Στην Κωνσταντινούπολη μια διαφορετική μορφή του
μπιλιάρδου, επικράτησε και ονομάστηκε «Τσιγγάνιο», ή πόλο όπως το λέμε
σήμερα.
Η
πραγματική έξαρση του μπιλιάρδου έγινε μετά τις πρώτες σταυροφορίες,
όπου οι σταυροφόροι επιστρέφοντας από τους Αγίους Τόπους μέσω Βυζαντίου,
αγάπησαν το παιχνίδι και το μετέφεραν στις χώρες τους. Εκεί παίχτηκε
από τους Φράγκους, τους σημερινούς Γάλλους, αφού αυτοί ήταν ο κύριος
όγκος των σταυροφοριών, ενώ συνεχίστηκε να παίζεται και από τους
κληρικούς. Υπήρξαν μερικές μεγάλες αλλαγές, μέσω των οποίων το μπιλιάρδο
μεταφέρθηκε σιγά – σιγά σε τραπέζι (από το πάτωμα που παιζότανε μέχρι
τότε) και ο λόγος ήταν ο εξής: Εκείνες τις εποχές οι επιδημίες μάστιζαν
τον κόσμο. Έτσι ενώ το μπιλιάρδο στην αρχή παιζόταν στα λιβάδια με τις
μπάλες να τρέχουν χωρίς περιορισμούς προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, λόγω των επιδημιών ο κόσμος άρχισε να συνωστίζεται στις πόλεις προσπαθώντας ν’ αποφύγει κυρίως την πανώλη των ζώων. Μέσα στα κάστρα δεν υπήρχαν οι μεγάλοι χώροι της υπαίθρου, έτσι και οι μπάλες δεν μπορούσαν να τρέχουν προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Άρχισαν λοιπόν να περιστοιχίζουν χώρους στο πάτωμα με κομμάτια από δέρμα και να παίζουν το παιχνίδι μέσα στους χώρους αυτούς. Σιγά – σιγά με την αύξηση του πληθυσμού αναγκάστηκαν να βάλουν το παιχνίδι μέσα σε δωμάτια και πάνω σε τραπέζια. Τα πρώτα τραπέζια είχαν μήκος τρία μέτρα. Το πρώτο μπιλιάρδο σε μορφή τραπεζιού παραγγέλθηκε από τον Λουδοβίκο τον 11ο. Στο μπιλιάρδο αυτό υπήρχε σχιστόλιθος, (ο σημερινός γραφίτης) , ενώ ντύθηκε με ύφασμα (σημερινή τσόχα), παράλληλα δε τοποθετήθηκαν και τοιχώματα γύρω – γύρω (σημερινές σπόντες). Τα τοιχώματα αυτά ήταν δερμάτινα και παραγεμισμένα από τρίχες χαίτης αλόγου. Το μπιλιάρδο αυτό το έφτιαξε για τον Λουδοβίκο ο Χένρυ ντε βιν. Ταυτόχρονα ο απλός λαός, που είχε εθιστεί στο μπιλιάρδο εξακολουθούσε να το παίζει στο έδαφος. Αυτός ήταν και ο λόγος που το παιχνίδι έγινε η αγαπημένη ενασχόληση των αριστοκρατών αφού μόνο αυτοί μπορούσαν να διαθέσουν τα χρήματα για να αγοράσουν ή να κατασκευάσουν τραπέζι μπιλιάρδου. Το 1500 η δημοτικότητα του σπορ ξεφεύγει από τους βασιλικούς κύκλους και περνά σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Κατά την διάρκεια όλου του αιώνα εξοπλίζονται με μπιλιάρδα όλες οι ταβέρνες και τα δημόσια κέντρα.
μπάλες να τρέχουν χωρίς περιορισμούς προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, λόγω των επιδημιών ο κόσμος άρχισε να συνωστίζεται στις πόλεις προσπαθώντας ν’ αποφύγει κυρίως την πανώλη των ζώων. Μέσα στα κάστρα δεν υπήρχαν οι μεγάλοι χώροι της υπαίθρου, έτσι και οι μπάλες δεν μπορούσαν να τρέχουν προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Άρχισαν λοιπόν να περιστοιχίζουν χώρους στο πάτωμα με κομμάτια από δέρμα και να παίζουν το παιχνίδι μέσα στους χώρους αυτούς. Σιγά – σιγά με την αύξηση του πληθυσμού αναγκάστηκαν να βάλουν το παιχνίδι μέσα σε δωμάτια και πάνω σε τραπέζια. Τα πρώτα τραπέζια είχαν μήκος τρία μέτρα. Το πρώτο μπιλιάρδο σε μορφή τραπεζιού παραγγέλθηκε από τον Λουδοβίκο τον 11ο. Στο μπιλιάρδο αυτό υπήρχε σχιστόλιθος, (ο σημερινός γραφίτης) , ενώ ντύθηκε με ύφασμα (σημερινή τσόχα), παράλληλα δε τοποθετήθηκαν και τοιχώματα γύρω – γύρω (σημερινές σπόντες). Τα τοιχώματα αυτά ήταν δερμάτινα και παραγεμισμένα από τρίχες χαίτης αλόγου. Το μπιλιάρδο αυτό το έφτιαξε για τον Λουδοβίκο ο Χένρυ ντε βιν. Ταυτόχρονα ο απλός λαός, που είχε εθιστεί στο μπιλιάρδο εξακολουθούσε να το παίζει στο έδαφος. Αυτός ήταν και ο λόγος που το παιχνίδι έγινε η αγαπημένη ενασχόληση των αριστοκρατών αφού μόνο αυτοί μπορούσαν να διαθέσουν τα χρήματα για να αγοράσουν ή να κατασκευάσουν τραπέζι μπιλιάρδου. Το 1500 η δημοτικότητα του σπορ ξεφεύγει από τους βασιλικούς κύκλους και περνά σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Κατά την διάρκεια όλου του αιώνα εξοπλίζονται με μπιλιάρδα όλες οι ταβέρνες και τα δημόσια κέντρα.
Στην
Αγγλία το πρώτο πραγματικό τραπέζι μπιλιάρδου παρουσιάζεται το 1560 από
τον Robert Dandley που ήταν ο ευνοούμενος του παλατιού. Το 1587 η
βασίλισσα Mary της Σκωτίας λίγο πριν απαγχονιστεί παραπονέθηκε στον
αρχιεπίσκοπο της Γλασκώβης ότι οι δεσμοφύλακες δεν την άφηναν να παίζει
μπιλιάρδο. Οι πρώτοι υποτυπώδεις κανονισμοί του παιχνιδιού τυπώνονται το
1770 από τον Τσαρλς Κότον με το βιβλίο του «Ο πλήρης οδηγός των
παιχνιδιών». Ο πρώτος και βασικός κανόνας (που ισχύει μέχρι και σήμερα)
ήταν ο εξής: «κατά την διάρκεια της εκτέλεσης τουλάχιστον ένα πόδι του
παίζοντα πρέπει ν’ ακουμπά στο έδαφος». Ο λόγος αυτού του κανονισμού
ήταν απλός αλλά και αναγκαίος.
Οι κατασκευές των μπιλιάρδων τότε δεν ήταν καθόλου ανθεκτικές, έτσι
υπήρχε σοβαρός κίνδυνος αν κάποιος παίκτης ανέβαινε με τα δυό του πόδια
στο μπιλιάρδο, το βάρος του να γκρέμιζε το τραπέζι. Επιπρόσθετοι
κανονισμοί εκδίδονται από τον sir Χόϊλε το 1779.
Από τα ξύλα στις στέκες. Η τεχνική επανάσταση.
Σε
όλη αυτή την περίοδο το μπιλιάρδο παίζεται κυρίως με ξύλα. Μερικοί
αριστοκράτες βέβαια είχαν την δυνατότητα να παραγγείλουν κάτι
ακριβότερο, που όμως περιορίζονταν σε χρυσές επενδύσεις. Η μόνη τεχνική
εξέλιξη στις τότε στέκες ήταν ότι αυτές πλέον κατασκευάζονταν με το
μπροστινό μέρος να είναι λεπτότερο από το πίσω. Μέχρι τότε οι καλοί
παίκτες της εποχής μπορούσαν να χτυπήσουν την μπάλα μόνο στο κέντρο. Το
σημερινό φάλτσο ήταν αδιανόητο. Χαρακτηριστικό ήταν ότι μια παρτίδα
μπιλιάρδου παιζόταν στις 15 καραμπόλες (ενώ σήμερα στις 400). Ένα τυχαίο
γεγονός όμως τ'άλλαξε όλα αυτά. Ο Γάλλος Φρανσουά Μινγκό, Γάλλος
πολιτικός κρατούμενος αρνείται να αποφυλακιστεί γιατι έκανε "ερευνες" χρησιμοποιώντας το δέρμα απο το κάτω μέρος της πατερίτσας του. Έκπληκτος βλέπει την μπάλα που χτύπησε, μόλις αυτή χτύπησε μιαν άλλη να γυρίζει προς τα πίσω έχοντας πάρει φάλτσο. Έγινε εύκολα αντιληπτό ότι για το φάλτσο ευθυνόταν η ιδιαίτερη οχι πλέον "ξυλινη" επαφή της στέκας με την μπίλια. Ο κος Μινγκό λοιπόν αμέσως τυλίγει με δέρμα το κάτω μέρος της στέκας του και επιδίδεται σε χτυπήματα άγνωστα μέχρι τότε. Στην συνέχεια γράφει ένα βιβλίο με 40 καινούργιες καραμπόλες το οποίο εκδίδει μόλις αποφυλακίζεται. Το βιβλίο εξαντλήθηκε και επανεκδόθηκε τρεις φορές.
πολιτικός κρατούμενος αρνείται να αποφυλακιστεί γιατι έκανε "ερευνες" χρησιμοποιώντας το δέρμα απο το κάτω μέρος της πατερίτσας του. Έκπληκτος βλέπει την μπάλα που χτύπησε, μόλις αυτή χτύπησε μιαν άλλη να γυρίζει προς τα πίσω έχοντας πάρει φάλτσο. Έγινε εύκολα αντιληπτό ότι για το φάλτσο ευθυνόταν η ιδιαίτερη οχι πλέον "ξυλινη" επαφή της στέκας με την μπίλια. Ο κος Μινγκό λοιπόν αμέσως τυλίγει με δέρμα το κάτω μέρος της στέκας του και επιδίδεται σε χτυπήματα άγνωστα μέχρι τότε. Στην συνέχεια γράφει ένα βιβλίο με 40 καινούργιες καραμπόλες το οποίο εκδίδει μόλις αποφυλακίζεται. Το βιβλίο εξαντλήθηκε και επανεκδόθηκε τρεις φορές.
Μπιλιάρδο και επιστήμη.
Η ανακάλυψη του Μινγκό ήταν η επανάσταση.
Η αναγνώριση όμως προήλθε από τον Γάλλο Μαθηματικό Γκασπάρ Γκουστάβ
Γκοργιολί. Μετά την επιτυχία του βιβλίου πολλοί μαθηματικοί έγραψαν
βιβλία συνδέοντας το μπιλιάρδο με τα μαθηματικά. Ο σημαντικότερους απ'
όλους ήταν ο κος Γκοργιολί ο οποίος μέσα από μια μελέτη εκατοντάδων
σελίδων το 1835 έκδωσε μελέτη με τίτλο «Μαθηματικές θεωρίες και σχέση
τους με το μπιλιάρδο» δίνοντας έτσι επιστημονικό προφίλ στο μπιλιάρδο.
Ιστορία του μπιλιάρδου στην Ελλάδα
Το μπιλιάρδο επανέρχεται στην Ελλάδα με ... τις αποσκευές του Όθωνα.
Σύντομα
γίνεται τόσο δημοφιλές που διαβάζουμε λόγους του Κολοκοτρώνη να
συμβουλεύει τους Έλληνες να μην ασχολούνται τόσο πολύ με το μπιλιάρδο
αλλά με το καλό του κράτους. Στις αρχές του 20ου αιώνα το παιχνίδι
διατηρούταν στους κύκλους της αριστοκρατίας, τους κύκλους του παλατιού
και γενικότερα στους εύπορους κύκλους. Στην συνέχεια ακολούθησε τον
δρόμο που είχε ακολουθήσει στην Ευρώπη τον προηγούμενο αιώνα.
Από
το 1920 και μετά το μπιλιάρδο έχει πλέον αρχίσει να ξεφεύγει από τους
αριστοκρατικούς κύκλους και εξαπλώνεται παντού. Η εξάπλωση του αυτή το
κάνει αγαπημένο παιχνίδι όλων των κοινωνικών τάξεων ακόμα και των
περιθωριακών στοιχείων. Η δύσκολη εποχή για την Ελλάδα σπρώχνει το
παιχνίδι σε κακόφημους χώρους. Ταυτόχρονα ταινίες από το Χόλυγουντ (The
Hustler) προωθούν τον ...μάγκικο χαρακτήρα του μπιλιάρδου, χαρακτήρας
που δεν αργεί να καθιερωθεί και στην Ελλάδα. Το αντιφατικό όμως είναι
ότι ενώ το μπιλιάρδο πλέον θεωρείται περιθωριακό σπορ, στους χώρους που
παίζεται συναντούνται προσωπικότητες (πολιτικοί κ.λ.π.) Έτσι δεν αργεί
να γίνει ένα κοινωνικό πάντρεμα των φίλων του μπιλιάρδου.
To
1959 δημιουργείται απο τον Β. Σευμένη παίκτη που θεωρείται ο "πατέρας"
όλων των μετέπειτα πρωταθλητών, ο όμιλος σφαιριστών Αθήνας. Ο όμιλος
γίνεται ιδρυτικό μέλος της Ευρωπαϊκής ομοσπονδίας μπιλιάρδου και την
αντιπροσωπεύει στην Ελλάδα. Στην συνέχεια όμως ο όμιλος ατονεί και
σταματά την λειτουργία του.
Η πρώτη σοβαρή προσπάθεια οργάνωσης έρχεται το 1983 με την δημιουργία της Ε.Φ.Ο.Μ
(Ελληνική Φίλαθλος Ομοσπονδία Μπιλιάρδου). Η προσπάθεια με την
παρότρυνση του καλύτερου παίκτη και μεγαλύτερου πόλου έλξης της εποχής
Σ. Αναστασιάδη, στηρίζεται οικονομικά απο την οικογένεια των αδελφών
Σιβισσίδη και διοικητικά απο την ανιδιοτελή παρουσία του Αθανάσιου
Ρούφου Κανακάρη προέδρου εως το 1989. Η εποχή του οργασμού για το
Ελληνικό μπιλιάρδο λοιπόν αρχίζει με σεμινάρια διαιτησίας, μεταφράσεις
κανονισμών εκατοντάδων σελίδων, ανάληψη Πανευρωπαικού πρωταθλήματος που
άφησε ολους τους ξένους άφωνους και πολλά ακόμα. Το 1996 είναι η χρονιά
που η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή αναγνωρίζει την Παγκόσμια Συνομοσπονδία
Μπιλιάρδου σαν μέλος της και ταυτόχρονα το μπιλιάρδο σαν Ολυμπιακό
άθλημα (οχι αγώνισμα). Ταυτόχρονα στην Ελλάδα επι προεδρείας του Γιώργου
Σακκά η Γ. Γ. Α αναγνωρίζει την Ε.Φ.Ο.Μ και το μπιλιάρδο
αποχαρακτηρίζεται απο "τεχνικό παίγνιο" (κουμ καν - μπιρίμπα κ.α),
αλλάζει υπουργείο απο το Δημοσίας τάξεως στο Πολιτισμού και γίνεται
επίσημο άθλημα.
Το
ιδιαίτερο ταλέντο των Ελλήνων δεν αργεί να λάμψει διεθνώς. Οι Γιώργος
Σακκάς και Νίκος Τρεμούλης φέρνουν το 1998 την πρώτη διάκριση σε επίπεδο
αντρών κατακτώντας την 4η θέση στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Εθνικών Ομάδων
στο στυλ των τρισπόντων. Οι επιτυχίες που ακολουθούν είναι τόσες που δεν
μπορούν να αναφερθούν με λεπτομέρεια σε αυτό το άρθρο. Σημαντικότερες
στιγμές σίγουρα η κατάκτηση του Παγκοσμίου πρωταθλήματος τρισπόντων το
2009 και του Πανευρωπαικού το 2012 απο τον Φίλλιπο Κασιδόκωστα, καθώς
και η δεύτερη θέση στο Παγκόσμιο το 2006 απο τον Ν. Πολυχρονόπουλο. Ολα
αυτά χωρίς καμμία στήριξη απο την πολιτεία αφου απο το 2009 εποχή της
"κρίσης" ειπώθηκε επίσημα οτι ο Ελληνικός λαός δεν μπορεί να πληρώνει
τους "χομπίστες". Να σημειωθεί οτι η εως τότε βοήθεια προς την ΕΦΟΜ ήταν
40.000-50.000€ το χρόνο. Το πόσα δίνει το χρόνο για αθλήματα που δεν
έχουν διεθνείς επιτυχίες ας το κοιτάξει η ίδια...
Αυτή
είναι η μέχρι σήμερα σχεδόν διαδρομή του Ελληνικού μπιλιάρδου χωρίς την
αναφορά στην εκρηκτική αγωνιστική χρονιά του 2013 που έφερε η
ΙΒΤhellas. Πιστεύω οτι είναι νωρίς για να χαρακτηρισθεί ιστορικό γεγονός
και οτι δεν είμαι ο κατάλληλος να το κάνει. Πιστεύουμε αυτή η
ιστοσελίδα και η Ενωσή μας να παίξει κάποιο ρόλο στην συνέχεια.
Για
την δημιουργία του άρθρου πάρθηκαν στοιχεία απο τις παλιές ιστοσελίδες
της ΕΦΟΜ του billiard fans και του Α.Ο Ακαδημία Μπιλιάρδου και
εμπλουτίστηκαν με οσα ο γράφων έχει ζήσει.
Δείτε κι εδώ
loading...
Κοινοποιήστε το στα παρακάτω κουμπιά
Post A Comment:
0 comments so far,add yours