Η γραφική ύλη που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες ακόμη και σε πολύ προχωρημένες φάσεις της αρχαιότητας ήταν ο πάπυρος. Οι Αιγύπτιοι γνώριζαν αυτήν τη γραφική ύλη από την 3η χιλιετία π.Χ. και είχαν το μονοπώλιο της εξαγωγής της, καθώς το φυτό του παπύρου ευδοκιμούσε μόνο στη χώρα τους.
Τα φύλλα γραφής κατασκευάζονταν από τα στελέχη του φυτού, που σχίζονταν σε λεπτές λουρίδες. Δύο στρώσεις από τις ίνες αυτές τοποθετούνταν σταυρωτά η μια επάνω στην άλλη (οι οριζόντιες ίνες συνέθεταν την πρόσθια όψη και οι κάθετες ίνες την οπίσθια όψη) και πιέζονταν, ώστε να δημιουργηθεί το φύλλο γραφής. Η συγκόλληση περισσότερων φύλλων, του ενός δίπλα στο άλλο, γεννούσε το αρχαίο βιβλίο, τον κύλινδρο.
Όπως γίνεται αντιληπτό από τα ανωτέρω, οι συγγραφείς της αρχαιότητας σχεδίαζαν και έδιναν την οριστική μορφή στα έργα τους σε ένα υλικό φθαρτό, και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό, γεγονός που εξηγεί το γιατί δεν μπορούμε ποτέ να φθάσουμε έως το ιδιόχειρο του συγγραφέα, το αρχικό αυτόγραφό του.
Πάντως, γνωρίζουμε ότι οι μεγάλοι ποιητές της Κλασικής Περιόδου χρησιμοποιούσαν στα χειρόγραφά τους μόνον κεφαλαία γράμματα, που συνεχίζονταν το ένα πίσω από το άλλο, χωρίς χωρισμό των λέξεων, χωρίς τόνους και πνεύματα.
Είναι αυτονόητο ότι οι προαναφερθείσες ιδιορρυθμίες προκαλούσαν δυσκολίες στο διάβασμα των κειμένων και αποτελούσαν την αιτία πολυάριθμων λαθών.
Το ζήτημα του ακριβούς καθορισμού της εμφάνισης των βιβλιόσχημων συγγραμμάτων, με άλλα λόγια της εποχής κατά την οποία οι αρχαίοι Έλληνες άρχισαν να κρατούν στα χέρια τους φιλολογικά έργα που είχαν τη μορφή βιβλίου, παραμένει ανοιχτό.
Σύμφωνα πάντως με ορισμένες ενδείξεις, η απαρχή του ελληνικού βιβλίου πρέπει να αναζητηθεί στο χώρο της πρώιμης ιωνικής φιλοσοφίας και επιστήμης, στον 6ο αιώνα π.Χ.
Στην Αθήνα, ειδικότερα, το βιβλίο εμφανίστηκε κατά πάσαν πιθανότητα τον 5ο αιώνα π.Χ., όταν το κλεινόν άστυ βρέθηκε στο επίκεντρο της ελληνικής πνευματικής ζωής και προσωπικότητες όπως ο φιλόσοφος Αναξαγόρας από τις Κλαζομενές της Ιωνίας διέθεταν μεγάλη επιρροή στην πόλη.
Η εξάπλωση της χρήσης του βιβλίου τον 4ο αιώνα π.Χ. ήταν ραγδαία, με αναπόφευκτη συνέπεια την αλλοίωση των κειμένων που είχαν μεγάλη διάδοση. Το γεγονός αυτό οδήγησε τον μεν Πλάτωνα να κάνει λόγο στον Φαίδρο για τα μειονεκτήματα που απορρέουν από τη γραπτή μετάδοση της γνώσης, τον δε αθηναίο ρήτορα και πολιτικό Λυκούργο να προβεί στην κατάρτιση ενός κρατικού αντιγράφου των κειμένων των μεγάλων τραγικών ποιητών (Αισχύλου, Σοφοκλή και Ευριπίδη).
Στους κατοπινούς αιώνες, η συγκέντρωση όλης της ελληνικής γραμματείας στη Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας, που ιδρύθηκε από τον Πτολεμαίο Β’ τον Φιλάδελφο και αποτέλεσε τη σημαντικότερη από την άποψη της έκτασης και της οργάνωσης αρχαία βιβλιοθήκη, ήταν εξαιρετικής κρισιμότητας για την ελληνική φιλολογία. Μολονότι εκατοντάδες χιλιάδες τόμοι ελληνικών συγγραμμάτων —καρπός μιας εργώδους συλλεκτικής δραστηριότητας— χάθηκαν γύρω στο 47 π.Χ., όταν καταστράφηκε από πυρκαγιά η Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας, οι κριτικές εκδόσεις των αλεξανδρινών λογίων συνέβαλαν καθοριστικά στη μερική διάσωση των κειμένων των μεγάλων ελλήνων συγγραφέων.
Όμως, πέραν της καταστροφής της Βιβλιοθήκης της Αλεξανδρείας, πολυάριθμες απώλειες στη γραμματεία των Ελλήνων προξένησε και η μεταβολή της μορφής του βιβλίου, που άρχισε στο β’ μισό του 1ου αιώνα μ.Χ. και ολοκληρώθηκε τον 4ο αιώνα μ.Χ. Τον κύλινδρο διαδέχτηκε ο κώδικας, ο οποίος ήταν πιο εύκολος στη χρήση και σχηματιζόταν από περισσότερες σειρές φύλλων γραφής, που ήταν δυνατόν να γραφούν και στην οπίσθια όψη. Ο νέος τύπος βιβλίου εκτόπισε σταδιακά τον παλαιό, και καθετί που δεν ταίριαζε σε αυτήν τη μεταβολή χάθηκε.
Σε ό,τι αφορούσε τη γραφική ύλη, ο πάπυρος συνέχισε να χρησιμοποιείται και για τους κώδικες, αλλά τη θέση του, ως κατάλληλο υλικό για τη νέα μορφή του βιβλίου, έπαιρνε ολοένα και περισσότερο η περγαμηνή. Αυτή η λευκή στιλπνή μεμβράνη από κατεργασμένο δέρμα χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά ως γραφική ύλη στην Πέργαμο της Μυσίας, τελειοποιήθηκε δε εκεί σε μια εποχή κατά την οποία η Αίγυπτος απαγόρευε την εξαγωγή παπύρου.
Η παρακμή των κλασικών σπουδών κατά τον 7ο και τον 8ο αιώνα, τους λεγόμενους σκοτεινούς αιώνες, θα είχε ως αποτέλεσμα να χαθεί σχεδόν ολοκληρωτικά η ελληνική γραμματεία, εάν δεν εμφανιζόταν η κίνηση που ενέπνευσε και εισήγαγε τον 9ο αιώνα ο Πατριάρχης Φώτιος, ο λόγιος φίλος και προστάτης της αρχαίας λογοτεχνίας.
Η εν λόγω κίνηση, που χαρακτηρίζεται ως ένα είδος Αναγέννησης ή δεύτερος ελληνισμός, συνέπεσε με μια ριζική μεταβολή του τύπου της γραφής. Τη θέση της μεγαλογράμματης γραφής, με τα κεφαλαία γράμματα που γράφονταν χωριστά, πήρε η μικρογράμματη συνεχής ή επισεσυρμένη γραφή, που παρουσίαζε σαφώς λιγότερες δυσκολίες στο γράψιμο.
Με αυτόν το νέο τύπο γραφής πραγματοποιήθηκε η μεταγραφή των κειμένων των αρχαίων συγγραφέων που κρίθηκε ότι άξιζε να διαφυλαχθούν τα έργα τους. Η δραστηριότητα αυτή απαιτούσε ιδιαίτερη γνώση και επιμονή, καθώς περιελάμβανε το χωρισμό των λέξεων και την τοποθέτηση πνευμάτων και τόνων.
Η περίοδος της μεταγραφής των κειμένων συνδέθηκε, όπως ήταν φυσικό, με νέες απώλειες στην ελληνική γραμματεία, που έγιναν περισσότερες μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, το 1204.
Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, το 1453, η παράδοση μετατοπίστηκε οριστικά στη Δύση, καθώς οι πολιτιστικές σχέσεις που είχαν αναπτυχθεί ανάμεσα στο Βυζάντιο και την Ιταλία ήδη από το 13ο αιώνα πήραν πλέον τη μορφή μιας μεγάλης πολιτιστικής κίνησης.
Από τα μέσα του 15ου αιώνα έως το 1600 ελληνικά χειρόγραφα αντιγράφηκαν με ζήλο σε όλα τα κέντρα πνευματικής ζωής, διασωθέντες αρχαιοελληνικοί θησαυροί συγκεντρώθηκαν στις μεγάλες βιβλιοθήκες (Βατικανή, Λαυρεντιανή, Αμβροσιανή, Μαρκιανή), ενώ η αρχαία παράδοση τέθηκε σύντομα υπό την προστασία του τυπωμένου βιβλίου.
anaskafi.blogspot.gr
Κοινοποιήστε το στα παρακάτω κουμπιά
Post A Comment:
0 comments so far,add yours